Πέντε χιλιόμετρα νότια της Σπάρτης, στο λόφο της Αγίας Κυριακής Αμυκλών βρίσκεται το Ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνος ή Ιερό του Υακίνθου και του Απόλλωνα. Πρώτος ανασκαφέας του ιερού ήταν ο αρχαιολόγος Χρ. Τσούντας, το 1889-90, ο οποίος αποκάλυψε κτιστό ανάλημμα και τον περίβολο του ναού. Στα ΝΔ της νεώτερης εκκλησίας της Αγίας Κυριακής ανασκάφηκε ημικυκλικό θεμέλιο με ορθογώνια κατασκευή στο εσωτερικό, που ο Τσούντας θεώρησε ως βάθρο του αγάλματος του Απόλλωνος.
Η ανασκαφή συνεχίστηκε το 1904 από τον Α. Furtwaengler και τον αρχιτέκτονα E. Fiechter (1904), και το 1907 από τον Α. Σκιά, ο οποίος μετακίνησε την εκκλησία της Αγίας Κυριακής για να συμπληρωθεί η ανασκαφή και να ελευθερωθούν τα αρχιτεκτονικά μέλη του θρόνου. Κατά την ανασκαφή αυτή εξακριβώθηκε ότι ο θρόνος βρισκόταν κάτω από το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Η ανασκαφή συνεχίστηκε το 1924 από τον E. Buschor και τον W. von Massow και επιβεβαιώθηκε η χρήση του χώρου ως λατρευτικού ήδη από τα ύστερα μυκηναϊκά χρόνια.
Ο ιερός χώρος των Αμυκλών είναι ο πρώτος οργανωμένος μυητικός και λατρευτικός ιερός τόπος στον Ελλαδικό χώρο και συνδέεται με τη λατρεία του Υακίνθου, μιας προελληνικής θεότητας που εγκαθιδρύεται από τη μυκηναϊκή εποχή. Στο ιερό καθιερώθηκαν οι γιορτές των Υακινθίων που συμβόλιζαν τη συμφιλίωση της δωρικής Σπάρτης, όπως εκφράζεται με τον Απόλλωνα, με τον προ-δωρικό πληθυσμό των Αμυκλών, που εκπροσωπείται από τον Υάκινθο. Ο ναός αποτέλεσε σημαντικό πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των κλασσικών χρόνων και μαζί με τα ιερά της Χαλκιοίκου Αθηνάς και της Ορθίας Αρτέμιδος συνάρθρωναν τη λατρεία της αρχαίας Σπάρτης.