Η Καλαμάτα, παλαιότερα Καλάμαι ή, κατά την εποχή του Ομήρου, Φαρές είναι πόλη της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας και λιμάνι της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η Καλαμάτα έχει πληθυσμό 54.100 κατοίκους, ενώ o Δήμος Καλαμάτας έχει πληθυσμό 69.849 κατοίκους, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011. Η πόλη είναι κτισμένη στους πρόποδες του όρους "Καλάθι" (παρυφή του Ταϋγέτου), στην καρδιά του Μεσσηνιακού κόλπου.
Η ιστορία της Καλαμάτας ξεκινάει από τον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει τις Φαρές, αρχαία πόλη χτισμένη περίπου εκεί που βρίσκεται σήμερα το Φράγκικο κάστρο της πόλης. Παλιότερα θεωρούσαν ότι, κατά την αρχαία εποχή, η θάλασσα κάλυπτε όλη την έκταση της σημερινής πόλης, αλλά τα ευρήματα πρωτοελλαδικής και αρχαϊκής (Ιερό Ποσειδώνα) περιόδου στα "Ακοβίτικα" και κλασικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής γύρω από το κάστρο βεβαίωσαν το αντίθετο.
Η μεσσηνιακή γη κατοικήθηκε σε όλη τη διάρκεια της προϊστορικής περιόδου (7000-1000 π.Χ.), όπως βεβαιώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική έρευνα. Οι Αιολείς, που κατέβηκαν από τη Θεσσαλία, ήταν οι πρώτοι Έλληνες της Μεσσηνίας. Τότε εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Πύλου και ο Νηλέας, ο πατέρας του Νέστορα, ο οποίος ίδρυσε το κράτος των Πυλίων. Η κάθοδος των Ελλήνων τοποθετείται γύρω στο 1900 π.Χ., η δε ακμή του κράτους της Πύλου τοποθετείται μεταξύ 1600-1100 π.Χ., δηλαδή στη μυκηναϊκή εποχή. Τα μυκηναϊκά ευρήματα που συνεχώς ανακαλύπτονται σε όλη τη Μεσσηνία μαρτυρούν τη μεγάλη ακμή που γνώρισε ο μυκηναϊκός πολιτισμός στην περιοχή.
Την περίοδο των μυκηναϊκών χρόνων (1600-1100 π.Χ.) η Μεσσηνία είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Πελοποννήσου με πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα : θολωτοί και λαξευτοί τάφοι, λείψανα οικοδομών και συνοικισμών, χαρακτηριστική κεραμική τέχνη. Στον Άνω Εγκλιανό μάλιστα εντοπίστηκε ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα της Μεσσηνίας και όλης της Ελλάδας με ανάκτορο, πόλη και τάφους, το οποίο αποτέλεσε την έδρα των Μυκηναίων βασιλιάδων της Πύλου και το ανάκτορο του Νέστορα
Με τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων», όταν καταστράφηκαν τα μυκηναϊκά κέντρα, το κράτος της Πύλου δέχτηκε την επίθεση των ηγετών των Δωριέων Τημένου, Κρεσφόντη και Αριστόδημου. Σύμφωνα με την παράδοση, η εύφορη χώρα του Νέστορα έλαχε με κλήρο στον Κρεσφόντη, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Στενυκλάρου. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους προτίμησαν να καταφύγουν σε άλλες χώρες, και κυρίως στην Αττική, παρά να υποταχθούν στους Δωριείς. Οι Δωριείς στη Μεσσηνία δημιούργησαν νέο καθεστώς, ενώ οιΜεσσήνιοιπου παρέμειναν στην περιοχή στερήθηκαν την περιουσία τους και πολλοί από αυτούς έγιναν υπόδουλοι.
Τον 8ο αιώνα π.Χ. αρχίζει η δραματικότερη περιπέτεια του μεσσηνιακού λαού, όταν το στρατιωτικό κράτος της γειτονικής Σπάρτης αποφασίζει να αυξήσει τα εδάφη του κατακτώντας την εύφορη γη της Μεσσηνίας. Τρεις μεγάλοι πόλεμοι (743-454 π.Χ.) μεταξύ των Σπαρτιατών και Μεσσηνίων κατέληξαν στην υποδούλωση της Μεσσηνίας στη Σπάρτη. Ο Θηβαίος Επαμεινώνδας ελευθέρωσε τη χώρα (369 π.Χ. ) και έχτισε στο όρος Ιθώμη την πρωτεύουσα της ανεξάρτητης πια Μεσσηνίας, τη Μεσσήνη. Στα χρόνια που ακολούθησαν ως τη ρωμαϊκή κατοχή η Μεσσηνία θα καταστραφεί δύο φορές: Η πρώτη από το στρατηγό του Φιλίππου Ε’ Δημήτριο Φάρο το 214 π.Χ. και η δεύτερη από τον τύραννο της Σπάρτης Νάβι το 202 π.Χ. Στο τέλος ολόκληρη η Ελλάδα, μαζί και η Μεσσηνία, υποτάχθηκε στους Ρωμαίους τόσο στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας όσο και κατά τους βυζαντινούς χρόνους
Το κάστρο των Φαρών διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των Σλάβων, που έφτασαν στην περιοχή στο δεύτερο μισό του 7ου αι., και απηχεί την επέκταση της βυζαντινής παρουσίας από τα παράλια προς τη μεσσηνιακή ενδοχώρα. Καθώς, μάλιστα, απέτυχαν να καταλάβουν την περιοχή των Φαρών, οι πληθυσμοί των Σλάβων εγκαταστάθηκαν αρχικά στην αρχαία κώμη «Καλάμαι», σήμερα (Ελαιοχώρι), στη Σέλιτσα (Βέργα) και στους ορεινούς όγκους του δυτικού Ταϋγέτου, για να εξουδετερωθούν οριστικά στα μέσα του 9ου αι. Κατά τα μέσα του 12ου αι., η Καλαμάτα είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη σπουδαιότητα και αποτελούσε κόμβο του οδικού άξονα που συνέδεε την ορεινή με την παράλια νοτιοδυτική Πελοπόννησο.Η Φραγκοκρατία στην Πελοπόννησο διήρκεσε 200 και πλέον έτη, ενώ από τα τέλη του 14ου αιώνα άρχισε η βαθμιαία κατάκτηση περιοχών και πόλεων της Μεσσηνίας από τους Τούρκους, η οποία ολοκληρώθηκε το 1498.
Νεότερα χρόνια: Τουρκοκρατία – Επανάσταση
Το 1459 την Καλαμάτα την καταλαμβάνουν οι Οθωμανοί Τούρκοι. Το 1464, το κάστρο κατέλαβε ο Βενετός Φραγκίσκο Τάνο, αλλά το 1540 εγκαταλείπεται από τους Βενετούς που το έκαψαν. Το 1685 καταστρέφεται οριστικά από το Βενετό στρατηγό Μοροζίνι, Επιστράφηκε οριστικά στους Οθωμανούς το 1715.
Το 1769-70, Μεσσήνιοι και Μανιάτες συμμετέχουν στο αποτυχημένο ορλωφικό κίνημα και επακολουθεί φοβερή επιδρομή Τουρκαλβανών, οι οποίοι καταστρέφουν τη Μεσσηνία και σφάζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού της.
Η Καλαμάτα απελευθερώνεται από τους Τούρκους στις 23 Μαρτίου του 1821. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας μαζί με άλλους Μεσσήνιους επαναστάτες κηρύσσουν στην Καλαμάτα την έναρξη της Επανάστασης με τη δήλωση προς τις ευρωπαϊκές αυλές ότι εφεξής οι Έλληνες θα αποτελούν αυτόνομο έθνος. Έλαβαν μέρος στην πανηγυρική δοξολογία που τελέστηκε στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου και ευλογείται η επαναστατική σημαία και από εδώ ξεκινάει η επανάσταση στη νότια Πελοπόννησο. Σύντομα απελευθερώνεται ολόκληρη η Μεσσηνία εκτός από τα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης. Έκτοτε η Μεσσηνία θα παραμείνει ελεύθερη ως το 1825, οπότε και υφίσταται την πρώτη επιδρομή του Ιμπραήμ. Παρά την ηρωική αντίσταση του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι και την πανωλεθρία του τουρκικού στρατού από τους Μανιάτες στη Βέργα του Αλμυρού, ο Ιμπραήμ κατέστρεψε ολόκληρη την Πελοπόννησο, την πυρπόλησε, κατέκοψε 150.000 οπωροφόρα δέντρα και ενήργησε συστηματικές σφαγές κατά του πληθυσμού της. Στις 20 Οκτωβρίου 1827 ο συμμαχικός στόλος συντρίβει τον τουρκοαιγυπτιακό στον κόλπο του Ναβαρίνου: στη μεσσηνιακή γη γράφεται λοιπόν και η αρχή του αίσιου τέλους για την ελληνική Επανάσταση.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στην Καλαμάτα πολλές οικογένειες Μικρασιατών. Συγκεκριμένα, η Δυτική Παραλία της πόλης αποτέλεσε τόπο εγκατάστασης για περίπου τέσσερις χιλιάδες Μικρασιάτες. Για τη διατήρηση της μνήμης έχει εγκατασταθεί στον αύλειο χώρο του Ιερού Ναού Αναλήψεως, στη Δυτική Παραλία Καλαμάτας, Μνημείο Μικρασιατών, που αποτελείται από δύο μεγάλα κομμάτια μαρμάρου, και στο ένα απεικονίζονται οι πρόσφυγες, ενώ στο άλλο ο χάρτης της Μικράς Ασίας, με τα ελληνικά ονόματα δεκάδων πόλεών της.
Η Καλαμάτα, κατά την περίοδο 1941-1944, πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος λόγω εκτελέσεων από τις Γερμανικές και Ιταλικές δυνάμεις Κατοχής. Πολίτες της συνελήφθησαν ως όμηροι ή ως κρατούμενοι σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, εντός και εκτός Ελλάδος, πολλοί εκ των οποίων απεβίωσαν σε καθεστώς πικρής δουλείας, ενώ η πόλη υπέστη μεγάλες ζημίες λόγω καταστροφών κτηρίων, αρπαγής αγαθών και άλλων βαρβάρων πράξεων, στις οποίες προέβησαν οι Ιταλικές και Γερμανικές Δυνάμεις.
Τα δεινά που επεσώρευσαν στην Καλαμάτα οι Ιταλικές και Γερμανικές Δυνάμεις Κατοχής, αποδεικνύουν ότι υπήρξε βαρύς ο φόρος αίματος για την Ελευθερία, που κατέβαλε η Καλαμάτα κατά την περίοδο της Ιταλικής Κατοχής (18 Ιουνίου 1941 – 8 Σεπτεμβρίου 1943) και της δεύτερης Γερμανικής Κατοχής (8 Σεπτεμβρίου 1943 – 5 Σεπτεμβρίου 1944). Σημειώνεται ότι οι Γερμανικές Δυνάμεις κατέλαβαν την Καλαμάτα στις 29 Απριλίου 1941 και παρέδωσαν τη διοίκηση στις Ιταλικές, στις 18 Ιουνίου του ιδίου έτους.
Το Σεπτέμβριο του 1986 η Καλαμάτα χτυπήθηκε από δύο ισχυρούς σεισμούς που δυστυχώς είχαν θύματα και προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές. Για τα επόμενα τουλάχιστον 5 χρόνια έγινε μια τεράστια προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί η πόλη και να γίνει λειτουργική για τους κατοίκους της, αν και αρκετοί προσωρινά την εγκατέλειψαν. Το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου του 1986 αποτέλεσε σταθμό για τη σύγχρονη ιστορία της Καλαμάτας, αλλά και παράδειγμα προς μίμηση αφού χάρη στην εμπνευσμένη δημοτική αρχή που είχε και το πείσμα των κατοίκων της η πόλη αναγεννήθηκε από τις στάχτες της.
Η Καλαμάτα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Πελοποννήσου μετά την Πάτρα.
Είναι σημαντικό αστικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής, καθώς και διοικητικό κέντρο του Νομού Μεσσηνίας, με τουρισμό σχεδόν όλο το χρόνο.