Ακροναυπλία
Η Ακροναυπλία είναι βραχώδης χερσονησίδα που αποτελούσε στην αρχαιότητα την ακρόπολη του Ναυπλίου. Είναι ένα από τα τρία κάστρα του Ναυπλίου. Βρίσκεται απέναντι από το Μπούρτζι. H σημερινή μορφή του κάστρου της Ακροναυπλίας, αν και αρκετά αλλοιωμένη από τις σύγχρονες επεμβάσεις, αποκρυσταλλώθηκε κυρίως στις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Πρώτης Ενετοκρατίας, από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα.
Η βραχώδης χερσόνησος της Ακροναυπλίας αποτελούσε τον περιτειχισμένο οικισμό του Ναυπλίου από την αρχαιότητα έως και τα τέλη του 15ου αιώνα.
Το 1210-1212, όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν την πόλη, χώρισαν την περιοχή της Ακροναυπλίας σε δύο περιβόλους, που ονομάστηκαν κάστρα. Στο μέσο περίπου της χερσονήσου βρισκόταν το λεγόμενο Φράγκικο κάστρο, το οποίο προοριζόταν για την κατοικία των Φράγκων αρχόντων και αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της πόλης, ενώ το Ρωμέικο κάστρο, στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου και σε υψηλότερο επίπεδο, προορίστηκε για τους Έλληνες. Το Ρωμέικο κάστρο θα πρέπει να υπήρχε ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, ενώ το Φράγκικο θα πρέπει να διαμορφώθηκε λίγο αργότερα. Οι Φράγκοι έχτισαν τείχος μεταξύ των δύο κάστρων και τετράγωνο πύργο στο μέσο του λόφου, για να ελέγχουν την επικοινωνία μεταξύ των δύο κάστρων.
Στη διάρκεια της Πρώτης Ενετοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα από το 1470, οι Ενετοί, υπό την απειλή των τουρκικών επιδρομών, προέβησαν σε επισκευή και επέκταση των οχυρώσεων της Ακροναυπλίας. Ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά τους έργα ήταν η ενίσχυση της οχύρωσης της Ακροναυπλίας με την προσθήκη ενός νέου περιβόλου, του λεγόμενου Κάστρου των Τόρων, σε χαμηλότερο επίπεδο, στα ανατολικά του κάστρου των Φράγκων. Το όνομά του προέρχεται πιθανώς από την ιταλική λέξη ΤORRΙΟΝΕ που σημαίνει τον μεγάλο πύργο σε τείχος φρουρίου. Το κάστρο των Τόρων σώζεται σε καλή κατάσταση και μπορεί κανείς σήμερα να θαυμάσει, ανεβαίνοντας τη δρομόσκαλα της Καθολικής εκκλησίας, τον επιβλητικό στρογγυλό πύργο με τις οδοντωτές επάλξεις που προστατεύει την πύλη του κάστρου. Άλλο έργο της εποχής είναι η λεγόμενη τραβέρσα Γκαμπέλο, που στόχευε στην ενίσχυση του κάστρου των Φράγκων, με τη δημιουργία ενός δεύτερου εγκάρσιου τείχους μεταξύ του Φράγκικου και του Ρωμέικου κάστρου. Στα χρόνια της Πρώτης Τουρκοκρατίας, μόνο μικρές επισκευές και συμπληρώσεις πραγματοποιήθηκαν στο κάστρο, που ονομαζόταν από τους Τούρκους Ιτς-Καλέ, δηλαδή εσωτερικό κάστρο. Εδώ κατοικούσαν απλοί άνθρωποι, Τούρκοι και Χριστιανοί, καθώς οι κατοικίες των αξιωματούχων είχαν συγκεντρωθεί στην κάτω πόλη. Το 1686, όταν οι Βενετοί κατέλαβαν την πόλη από τους Τούρκους, έβγαλαν διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η κατοίκηση στο κάστρο της Ακροναυπλίας. Η Ακροναυπλία προοριζόταν πλέον μόνο για τους στρατιώτες.
Το 1829, ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας ανήγειρε στην Ακροναυπλία μεγάλο στρατώνα, καθώς και στρατιωτικό νοσοκομείο.
Το 1926 μεταφέρθηκαν από το Παλαμήδι στην Ακροναυπλία οι περιβόητες φυλακές της που στεγάστηκαν στον στρατώνα του Καποδίστρια. Το 1937 οι φυλακές Ακροναυπλίας έγιναν και πολιτικές, οι οποίες λειτούργησαν εκεί μέχρι το 1960 περίπου. Το 1970-71 ξεκίνησε η κατεδάφιση των φυλακών προκειμένου να κατασκευαστεί το ξενοδοχείο «Ξενία Παλλάς», οπότε και καταστράφηκε σημαντικό τμήμα των τειχών και των κτισμάτων του κάστρου. Τότε κατεδαφίστηκε και το στρατιωτικό νοσοκομείο του Καποδίστρια. Από το νοσοκομείο το μόνο που σώθηκε, είναι το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων.
Σήμερα μπορεί κανείς να επισκεφθεί το Κάστρο της Ακροναυπλίας είτε ανηφορίζοντας ανατολικά του Πάρκου του Σταϊκόπουλου και από την πλατεία Aρβανιτιάς, είτε από τη δρομόσκαλα της Καθολικής Εκκλησίας και την πύλη του Κάστρου των Tόρων είτε με το ασανσέρ του Ξενία, που μάλλον είναι ο πιο εύκολος τρόπος.